Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αβοηθητος
ἀβοήθητος
ἀ-βοήθητος
adj.=2 2
; 1) неизлечимый
ex. (ἕλκος, πληγαί Polyb.; πάθος Plut.)
; 2) бесполезный, бессильный
ex. (τοῦ φαρμάκου δύναμις Plut.; ἐπικουρία Diod.)
; 3) беспомощный, покинутый
ex. (περίφοβος καὴ ἀ. Plut.)