Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφαρμακευω
καταφαρμακεύω
κατα-φαρμᾰκεύω
; 1) отравлять
ex. (τινά Plut.)
; 2) околдовывать, зачаровывать Plut.
ex. τὸ στόμα καταφαρμακευθὲν ὑπό τινος Plat. — уста, подвластные чьим-л. чарам
; 3) подкрашивать, красить
ex. (ποικίλοις φαρμάκοις τὰ πρόσωπα Luc.)