Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσλογιζομαι
προσλογίζομαι
προσ-λογίζομαι
(атт. fut. προσλογιοῦμαι)
; 1) присчитывать, причислять, относить
ex. (τί τινι Her.)
; 2) принимать в расчет, учитывать
ex. (τι Lys.)
; 3) вменять, приписывать
ex. (τὸ αἰσχρόν τινι Plut.)