Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαβουλιον
διαβούλιον
δια-βούλιον
τό
; 1) размышление, обсуждение
ex. (περί τι Polyb.)
; 2) решение, постановление
ex. (ἐκυρώθη τὸ δ. στρατεύειν Polyb.)
; 3) совещание, совет
ex. (τὰς συνόδους καὴ τὰ διαβούλια συντελεῖν Polyb.)