Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρακαθιστημι
παρακαθίστημι
παρα-καθίστημι (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
; 1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
; 2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).