Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναστημα
ἀνάστημα
-ατος τό
; 1) возвышенность, высота
ex. (πόλεις ἐν τοῖς ἀναστήμασι κατοικίζειν Diod.)
; 2) вышина, рост
ex. (ἀναστήματα τῶν σωμάτων Diod.)
; 3) величие, величественность
ex. (βασιλικόν Diod.)