Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαρπαζω
ἐξαρπάζω
ἐξ-αρπάζω
(fut. ἐξαρπάσομαι, aor. ἐξήρπασα - эп. ἐξήρπαξα)
; 1) похищать
ex. (τινὰ νεός Hom.)
; 2) выхватывать, вырывать
ex. (τέν δέλτον παρά τινος Her.; ἐπιστολὰς ἐκ χερῶν τινος Eur.; τἄντερά τινος Arph.)
; 3) вырывать, спасать, избавлять
ex. (πόλιν τινά ἐκ χειρῶν τινος Plut.)
; 4) отнимать, удалять
ex. (τὸ ὑπὸ πυρὸς τὸ νοτερὸν ἐξαρπασθέν Plat.)