Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδυνατον
ἀδύνατον
ἀδύνᾰτον
τό
тж.
pl.
; 1)
невозможное, невозможность
Her.
ex. τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν
Eur.
— добиваться невозможного
; 2)
немощь, слабость, бессилие
Plat.