Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαθεω
διαθέω
δια-θέω
(fut. διαθεύσομαι)
; 1) бегать в разные стороны, носиться
ex. (ἐν τῷ ἄστει Thuc.; διὰ τῶν στενωπῶν Plut.)
οἱ διαθέοντες ἀστέρες Arst. — (падающие) звезды
; 2) состязаться в беге
ex. (τινι Plat. и πρός τινα Plut.)
οἱ τέν ἱερὰν λαμπάδα διαθέοντες Plut. — состязающиеся в беге со священными факелами
; 3) разноситься, распространяться
ex. (φόβος διαθέων ἐν τῇ στρατιᾷ Xen.)
λόγου οὕτω διαθέοντος Xen. — когда ходят такие толки