Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνδιατιθημι
συνδιατίθημι
συν-διατίθημι
; 1) совместно устраивать, помогать устроить
ex. (τινὴ τέν Ὀλυμπιακέν ἐκεχειρίαν Plut.)
; 2) одновременно располагать, приводить в (известное) состояние Plut.
ex. συνδιατίθεσθαι ἴσα καὴ μέ ἀκοῦσαι Diog.L. — притворяться ничего не слышавшим;
δακτύλου τεμνομένου τὸ ὅλον συνδιατίθεται σῶμα Sext. — при порезе пальца реагирует все тело