Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προαγων
προάγων
προ-άγων
-ωνος (ᾰ), v. l. προᾰγών -ῶνος ὁ
; 1) подготовительная борьба, пробное состязание
ex. (ἀγῶνες καὴ προάγωνες Plat.)
; 2) приготовление, подготовка
ex. (προάγωνες τῆς γραφῆς Dem.)