Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυσχρηστια
δυσχρηστία
δυσ-χρηστία
ἡ
; 1) трудность, затруднение, неудобство, помеха
ex. τοῦ τόπου πολλαὴ δυσχρηστίαι Polyb. — сильно пересеченная местность
; 2) недостаток, порок, недуг
ex. (ἴαμα τῆς δυσχρηστίας ἐκείνης Plut.)
; 3) беспокойство, тревога
ex. (πολλέν δυσχρηστίαν παρέχειν τινί Polyb.)