Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξεπισταμαι
ἐξεπίσταμαι
ἐξ-επίστᾰμαι
; 1) хорошо знать
ex. (τι Her.)
ἐξεπιστάμενος, μνήμην οὐ ποιήσομαι Her. — хотя я и знаю, но упоминать (об этом) не стану
; 2) уметь, отваживаться
ex. (ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Soph.)
; 3) (тж. ἐ. ἀπὸ στόματος Arst.) знать наизусть
ex. (τι Plat.)