Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαναχωρεω
ἐπαναχωρέω
ἐπ-αναχωρέω
; 1) отступать, возвращаться
ex. (ἐς τὰς Θήβας Her.; ἐς τὸ τεῖχος, πρὸς τὰ μετέωρα Thuc.; ἐπὴ τὰ πρῶτα λεχθέντα Plat.)
; 2) уходить, удаляться Arph.
; 3) относить, приписывать
ex. (τὸ συμφέρον τινὸς εἰς θεούς Plut.)