Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταγορευω
καταγορεύω
κατ-αγορεύω
; 1) объявлять, открывать
ex. (ἐρησόμενος ἐκεῖνον ὅ τι ποιεῖν βουλεύεται - Ἐὰν δὲ μή σοι καταγορεύσῃ; Arph.)
; 2) доносить, разоблачать
ex. (τὰς πανουργίας Arph.; τὸ ἐπιβούλευμά τινι Thuc.; ἐπιβουλέν πρός τινα Xen.)
; 3) обвинять, выдавать
ex. (μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων Arst.)