Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απευθυνω
ἀπευθύνω
ἀπ-ευθύνω
; 1) выпрямлять, расправлять
ex. (πάντα ὀρθά Plat., μαχαιρας καμπτομένας Polyb.; καμπυλας βακτηρίας Plut.)
; 2) связывать назад, скручивать за спину
ex. (χερας δεσμοῖς Soph.)
; 3) направлять, управлять, править
ex. (πλήκτροις τρόπιν Soph.: πόλιν Plat.; τέν κρίσιν τῷ λογισμῷ Plut.)
; 4) исправлять, вразумлять или карать
ex. (τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας Eur.)