Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικρατεια
ἐπικράτεια
ἐπι-κράτεια
(ρᾰ) ἡ
; 1) господство, владычество, власть, обладание
ex. καταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. — передать что-л. в чьё-л. владение
; 2) владения, область
ex. (Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.)
κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. — источник, текущий в этой области
; 3) (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.
ex. κατ΄ ἐπικράτειαν Sext. — в большей части