Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακηρυσσω
διακηρύσσω
δια-κηρύσσω
атт. διακηρύττω объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.)
ex. δ. οὐσίαν Plut. — объявлять о продаже имущества с торгов;
ἐν διακεκηρυγμένοις (sc. πολέμοις) Plut. — в состоянии открытой войны