Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπιπτω
διαπίπτω
δια-πίπτω
(aor. διέπεσον)
; 1) распадаться, рассыпаться, разваливаться
ex. (διαλύεσθαι καὴ δ. Plat.; ἡ γῆ ὑπερυγραινομένη διαπίπτει Arst.)
; 2) падать сквозь (что-л.), проваливаться
ex. (τὰ στενὰ διαπίπτει Arst.)
; 3) разбегаться
ex. (ἐν τῇ μάχη Xen.)
οἱ διαπεσόντες Plut. — дезертиры
; 4) прорываться, ускользать, убегать
ex. (πρός τινα Xen., Plut. и εἰς τόπον τινά Polyb., Plut.)
; 5) попадать, распространяться
ex. τοῦ λόγου διαπεσόντος εἰς τὰ στρατεύματα Plut. — когда эта весть разнеслась по войскам
; 6) ошибаться
ex. ὁ δ΄ αὐτός φησιν …διαπίπτων Diog.L. — он сам ошибочно утверждает, будто …
; 7) проваливаться, не удаваться
ex. τὸ συκοφάντημα αὐτῷ διέπιπτεν Aeschin. — его донос не имел успеха
; 8) терпеть неудачу
ex. (διαπέσοιμι πανταχῆ Arph.)