Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεξιστημι
παρεξίστημι
παρ-εξίστημι
; 1) (aor. παρεξέστησα) смещать, т. е. смущать, волновать (τὴν διάνοιαν Plut.);
; 2) (aor. 2 παρεξέστην, pf. παρεξέστηκα) смещаться:
παρεκστῆναι τῇ διανοίᾳ Polyb. сойти с ума.