Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιψαυω
ἐπιψαύω
ἐπι-ψαύω
; 1) (при)касаться, дотрагиваться
ex. (σάκεος ποσίν Hes.; κώπης Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν χεροῖν Plut.)
γῆς ἐ. Soph. — соприкоснуться с землей, т.е. достичь земли (о потерпевших кораблекрушение);
ὅστ΄ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. — кто хоть немного одарен здравым смыслом;
ὀλίγον ἐπιψαῦσαι (v. l. ἐπιμύειν) τὸν ὕπνον Theocr. — чуть вздремнуть
; 2) (в речи) касаться, затрагивать
ex. (πρήγματός τινος Her.; κεφαλαιωδῶς ἑκάστων Polyb.)