Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκαταψηφιζομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγ-καταψηφίζομαι
; 1) med. подавать (и) свой голос против, участвовать в осуждении
ex. συγκαταψηφισαμένου τοῦ Θεμιστοκλέους Plut. — причем за осуждение высказался и Фемистокл
; 2) pass. быть (дополнительно) избираемым по жребию
ex. (συγκαταψηφισθῆναι μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων NT.)