Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυραυλια
θυραυλία
θῠρ-αυλία
ἡ тж. pl.
; 1) жизнь под открытым небом
ex. (τῶν ἀγρίων ζῴων Arst.)
; 2) воен. лагерная жизнь
ex. (θυραυλίαι ἐπίπονοι Plut.)
; 3) стояние у чужих дверей
ex. (συνεχές θ. Luc.)