Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αστυγειτων
ἀστυγείτων
ἀστῠ-γείτων
I.
-ονος ὁ соседнее государство, сопредельная страна Her., Thuc.
II.
adj.=2 2 , gen. ονος
; 1) соседний, сопредельный
ex. (σκοπαί Aesch.; πόλις Eur., Her., Plut.)
; 2) Arst. = ἀστυγειτονικός