Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπιπτω
καταπίπτω
κατα-πίπτω
(fut. καταπεσοῦμαι, aor. κατέπεσον - эп. κάππεσον)
; 1) падать
ex. (ἀφ΄ ὑψηλοῦ πύργου Hom.; ἀπὸ τῆς κλίμακος Arph.; ἐν κονίῃσι, ἐπὴ γαίῃ Hom., ἐπὴ τῆς γῆς Xen. и εἰς τέν γῆν NT.)
πληγεὴς κατέπεσεν Lys. — от удара он упал;
κατέπεσε νεκρός NT. — он упал мертвым
; 2) бросаться, кидаться
ex. πρηνές ἁλὴ κάππεσε Hom. — (Одиссей) бросился стремглав в море
; 3) падать, погибать, гибнуть
ex. πρὸς ἡμῶν κάππεσε Aesch. — от нашей руки пал (Агамемнон)
; 4) перен. попадать, впадать
ex. (εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.; πρὸς οἴκτους καὴ ὀλοφυρμούς Plut.)
; 5) перен. (о духе или духом) падать, приходить в уныние
ex. (γένος ἄτιμον καὴ καταπεπτωκός Plut.)
πᾶσιν παραὴ ποσὴ κάππεσε θυμός Hom. — у всех (данайцев) дух упал
; 6) (тж. κ. πρὸς τέν σελήνην Luc.) страдать падучей болезнью Luc.
; 7) слипаться
ex. (τὰ βλέφαρα καταπίπτει Arst.)