Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπατεω
καταπατέω
κατα-πᾰτέω
; 1) втаптывать
ex. ἐπεὰν καταπατήσῃ τὸ σπέρμα Her. — после того, как семя заделано (в почву)
; 2) утаптывать
ex. (τέν γῆν περὴ τὰς ῥίζας Arst.)
; 3) (тж. κ. ἐν τοῖς ποσίν NT.) топтать, растаптывать, давить
ex. (καταπατηθῆναι ὑπὸ τοῦ στρατοῦ τοῦ ἐπιόντος Her.)
ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὴ κατεπάτουν Thuc. — (теснимые сиракузцами афиняне) падали друг на друга и (друг друга) топтали
; 4) перен. попирать (ногами), (грубо) нарушать, пренебрегать
ex. (ὅρκια πιστά Hom. - in tmesi; τὰ γράμματα καὴ μαγγανεύματα, τοὺς νόμους Plat.; τινα NT.)