Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επεκτεινω
ἐπεκτείνω
ἐπ-εκτείνω
; 1) растягивать, удлинять
ex. (ἐπὴ πολύ Arst.; λόγους Plut.)
τὸ ἐπεκτείνεσθαι Arst. — растяжимость
; 2) расширять, распространять
ex. (τι επὴ τοὺς ἀπογόνους Arst.)
; 3) грам. делать долгим, протяженным
ex. (ἐπεκτεταμένον ὄνομα Arst.)
; 4) расширяться
ex. (ἐπὴ πλέον Arst.)
; 5) med.-pass. устремляться
ex. (τοῖς ἔμπροσθεν NT.)