Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιμελης
ἐπιμελής
ἐπι-μελής
adj.=2 2
; 1) заботящийся, имеющий попечение
ex. (ἀγαθῶν Plat.; τέκνων Arst.; ἀνθρώπων Plut.; περὴ τὰ αὑτῶν ἔργα Xen.)
; 2) заботливый, усердный
ex. (δεῖ τοὺς ἄρχοντας ἐπιμελεοτέρους γενέσθαι τοὺς νῦν τῶν πρόσθεν Xen.)
; 3) являющийся предметом заботы
ex. (τινι Her., Thuc., Dem.)
ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι ὅ τι ἂν λέγῃ ἢ πράττῃ Plat. — я стараюсь узнать, что он говорит или делает;
τοῖς ἄρχουσι ἐπιμελὲς ἔστω μή τις ἀδικῇ τὸν τοιοῦτον Plat. — пусть правители позаботятся, чтобы никто его не обидел;
οὐδενὴ ἐπιμελές ἐστι περὴ αὐτοῦ Arst. — никому до него дела нет;
τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Polyb. — всем этим ведает (римский) сенат