Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακερματιζω
κατακερματίζω
κατα-κερμᾰτίζω
; 1) дробить, раздроблять, разделять
ex. (κατὰ μόριά τι, εἰς σμικρά Plat.; εἰς μικρὸν κατακερματισθείς Plut.)
; 2) разменивать на мелочь
ex. (ἀργύριον κατακεκερματισμένον Arph.)