Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισβολη
εἰσβολή
εἰσ-βολή
ион. и староатт. ἐσβολή, дор. εἰσβολά ἡ
; 1) вторжение, нападение
ex. (εἰς χώραν τινά Her., Thuc., Xen.; ξενικός Eur.)
εἰσβολαὴ σοφισμάτων Arph. — софистические приемы
; 2) вход, проход, доступ
ex. (ἐκ τῆς Μακεδονίης ἐς Θεσσαλίην Her.; ἀμήχανος Xen.)
; 3) место впадения, устье
ex. (τῶν ποταμῶν Polyb.)
; 4) вступление, начало
ex. (εἰσβολαὴ γὁων, v. l. λόγων Eur.)