Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταβιβαζω
καταβιβάζω
κατα-βιβάζω
; 1) сводить вниз
ex. (τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Her.)
κ. τινὰ ἐκ τοῦ καταστρώματος εἰς κοίλην νῆα Her. — заставить кого-л. спуститься с палубы во внутреннюю часть корабля;
κ. τὰ βοσκήματα ἐκ τῶν ὀρῶν Xen. — сгонять с гор стада
; 2) отгонять, оттеснять
ex. (τὸ στρατόπεδον ἐς τὸ ὁμαλὸν ἀπὸ τῆς ἀκρωνυχίας Xen.)
; 3) смещать, передвигать, переносить
ex. (τέν πόλιν πρὸς τέν θάλατταν Plut.)
; 4) сводить, приводить
ex. (λόγον ἐπί τι Luc.)
; 5) сталкивать (вниз), низвергать
ex. (ἕως τοῦ Ἅιδου καταβιβάζεσθαι NT.)