Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παραθηγω
παραθήγω
παρα-θήγω
; 1)
острить, точить
(ἐγχειρίδιον ἀκόνῃ
Plut.
);
; 2)
обтачивать, подмывать
(πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι
Luc.
);
; 3)
возбуждать
(τὴν ψυχὴν μέλεσι
Plut.
).