Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμβρονταομαι
ἐμβροντάομαι
ἐμ-βροντάομαι
; 1) быть поражаемым молнией
ex. (ἐμβροντηθέντες ἀπέθανον Xen.)
; 2) приходить в изумление
ex. (ὑπὸ τῆς μεγαλοφωνίας Luc.)
ἐμβεβροντῆσθαι Dem., Plut. — быть ошеломленным, сбитым с толку