Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκνιπτω
ἐκνίπτω...
ἐκνίζω, ἐκνίπτω
(fut. ἐκνίψω)
; 1) омывать, очищать
ex. (ψυχήν Anth.)
; 2) смывать ex. (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя
ex. (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.)