Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εναφανιζω
ἐναφανίζω
ἐν-ᾰφανίζω
; 1) уничтожать
ex. (ἐ. καὴ κατασβεννύναι τι Plut.)
; 2) pass. пропадать, исчезать
ex. (τινι Plut.)
τὰ οἰκεῖα τοῖς δημοσίοις ἐναφανισθέντα Plut. — личные дела, поглощенные общественными