Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ηλακατη
ἠλακάτη
ἠλᾰκάτη
дор. ἠλᾰκάτᾱ и ἀλᾰκάτᾱ (ᾱλ, κᾰ) ἡ
; 1) прялка, веретено Eur., Anth., Plut.
ex. ἱστόν τ΄ ἠλακάτην τε κομίζειν Hom. — заниматься тканьем и прядением
; 2) ось, стержень
ex. (τοῦ ἀτράκτου Plat.)