Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαισθανομαι
ἐπαισθάνομαι
ἐπ-αισθάνομαι
(fut. ἐπαισθήσομαι, aor. 2 ἐπῃσθόμην)
; 1) чувствовать, воспринимать, ощущать (замечать, слышать и т.п.)
ex. (τινος Soph. и τι Aesch.)
τίνος φώνημα ἐπῃσθόμην ; Soph. — чей голос я услышал (= слышу)?;
ἡσθέντα αὐτὸν ὡς ἐπῃσθόμην Eur. — когда я увидел, что он доволен;
pass. — восприниматься, ощущаться Dem.
; 2) узнавать
ex. (τὸν μόρον τινος Soph.)
ἐπῄσθετ΄ ἐκ θεοῦ καλούμενος Soph. — он понял, что его призвал бог