Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυμοομαι
θυμόομαι
θῡμόομαι
; 1) (тж. θ. δι΄ ὀργῆς Soph.) сердиться, раздражаться, гневаться, негодовать
ex. (τινι Aesch., Soph., Plat., Plut. и ἔς τινα Her.; τινί τινος Eur.; περί τινος Aesch.; βοῦς πρός τινα θυμωθείς Plut.)
πρὸς οὐδὲν εἰς ἔριν θ. Soph. — без всякой причины начинать ссору;
ἵπποι θυμούμενοι Soph. — горячие кони;
εἰς κέρας θ. Eur. (ср. irasci in cornua Verg.) — злобно бодаться;
τὸ θυμούμενον Thuc. — гневливость, гнев
; 2) свирепствовать
ex. (ὀλιγαρχία θυμουμένη Plut.)