Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιρρασσω
ἐπιρράσσω
ἐπι-ρράσσω
атт. ἐπιρράττω
; 1) захлопывать
ex. (πύλας Soph.; πῶμα Plut.)
; 2) наваливать
ex. (λίθον Plut.)
; 3) ударять, разражаться
ex. ὀμβρία χάλαζα ἐπιρράξασα Soph. — хлынувший ливень с градом
; 4) нападать, атаковать
ex. (τοῖς πολεμίοις Diod.)