Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αλληγορεω
ἀλληγορέω
ἀλλ-ηγορέω
выражаться иносказательно Plut.
ex. ἀ. γένεσιν Ἡφαίστου τέν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν Plut. — аллегорически представлять переход воздуха в огонь как рождение Гефеста;
ἀλληγορούμενα NT. = ἀλληγορία