Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφανης
καταφανής
κατα-φᾰνής
adj.=2 2
; 1) (отчетливо) видимый, (ясно) заметный
ex. (οἱ πολέμιοι Xen.)
ἐν καταφανεῖ στρατοπεδεύεσθαι Xen. — располагаться лагерем на открытой местности
; 2) ясный, явный, очевидный
ex. (καταφανὲς ποιεῖσθαί τι Plat.)
καὴ μάλιστά τε νῦν καταφανέστατον γέγονεν Plat. — теперь (это) стало совершенно очевидным