Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προχειριζομαι
προχειρίζομαι
προ-χειρίζομαι
(fut. προχειριοῦμαι)
; 1) заранее приготовлять, готовить
ex. (τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)
π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы
; 2) заранее избирать, назначать
ex. (οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)
τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери
; 3) предварительно рассматривать, заранее исследовать
ex. (τι и περί τινος Arst.)
; 4) лог. выставлять, приводить
ex. ἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;
τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения