Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συμμετατιθεμαι
συμμετατίθεμαι
συμ-μετατίθεμαι
; 1) одновременно перемещать:
ex. (τὸν θυρεὸν) σ. πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν Polyb. подставлять щит туда, откуда (направляется) удар
; 2) соответственно изменять
ex. ταῖς τῶν πραγμάτων μεταβολαῖς σ. Polyb. — приспособляться к меняющимся обстоятельствам