Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απροσδιονυσος
ἀπροσδιόνυσος
ἀ-προσδιόνῡσος
adj.=2 2
досл. не имеющий отношения к дионисийским празднествам ex. (ἑορτη Plut.); перен. ни с чем не вяжущийся, не имеющий отношения к делу
ex. (μηδ΄ ἄμουσος μηδ΄ ἀ. Plut.; διηγήσασθαι οὐκ ἀπροσδιόνυσόν τι Luc.)