Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βυθιος
βύθιος
adj.=3 3
(ῠ)
; 1) глубокий
ex. (β. ὑποδὺς εἰς θάλατταν Luc.)
βύθιον πήξασθαι или θεῖναί τι Anth. — глубоко опускать что-л.
; 2) глубинный, морской (sc. ζῷα Anth.)
ex. Κρονίδης β. Luc. = Ποσειδῶν
; 3) (о голосе) низкий, грубый
ex. (βύθιόν τι φθέγγεσθαι Plut.)