Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμελγω
ἀμέλγω
; 1) доить
ex. (μῆλα, αἶγας Hom.; μόσχους Eur.; βόας Theocr.; перен. med. ξένους καρπίμους Arph.)
ὄϊες ἀμελγόμεναι γάλα Hom. — овцы, из которых выдаивают молоко
; 2) выдаивать
ex. (τὸ γάλα Her.; γάλα πολύ Arst.)
; 3) выдавливать, выжимать
ex. (γάνος ἐκ βοτρύων Anth.)
; 4) высасывать, выпивать
ex. (τὸ φάρμακον Theocr.)