Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενιδρυω
ἐνιδρύω
ἐν-ιδρύω
(в чём-л.)
; 1) устанавливать, помещать
ex. (ἥλιον ἐν οὐρανῷ, τὸν λογισμὸν τῇ κεφαλῇ Plut.)
; 2) med. (прочно) утверждаться, селиться
ex. (πλατέεσσι πεδίοισι Theocr.)
; 3) med. воздвигать, сооружать
ex. (βωμοὺς καὴ τεμένεα θεοῖσι Her.; πόλιν Plut.; τείχεα θαλάσσῃ Anth.)