Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκαταλεγω
ἐγκαταλέγω
ἐγ-καταλέγω
; 1) собирать, складывать, нагромождать
ex. (λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.)
; 2) причислять, относить
ex. (τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.)
; 3) призывать на военную службу, зачислять в армию
ex. (τινά Anth.)