Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφωρος
κατάφωρος
κατά-φωρος
adj.=2 2
; 1) пойманный на месте преступления, уличенный
ex. (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. γενέσθαι, κατέφυγε Plut.)
; 2) явный, открытый
ex. τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. — открыть свои намерения