Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρακατεχω
παρακατέχω
παρα-κατέχω
; 1) удерживать, сдерживать (τινά Thuc.; τὴν ὁρμήν τινος Polyb.; τῷ λογισμῷ τὸ πάθος Plut.);
; 2) задерживать, не пускать (sc. τὸν βουλόμενον εἰσιέναι Polyb.);
; 3) успокаивать, утолять (τὰς ὠδῖνας Diod.).